buzzer - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

buzzer - translation to Αγγλικά

EQUIPMENT PRODUCING A BUZZING SOUND SIGNAL, FOR EXAMPLE EITHER BY MECHANICAL, ELECTROMECHANICAL OR PIEZOELECTRIC MEANS
Buzzers
  • Piezoelectric disk beeper
  • Interior of a readymade loudspeaker,  showing a piezoelectric-disk-beeper (With 3 electrodes ... including 1 feedback-electrode ( the central, small electrode joined with red wire in this photo), and an oscillator to self-drive the buzzer.

buzzer         

['bʌzə]

общая лексика

"пищалка", зуммер, звуковой сигнализатор

обычно - электромагнитное реле, которое при включении притягивает пластинку, размыкающую электрическую цепь

нефтегазовая промышленность

лёгкий бурильный молоток

существительное

общая лексика

автоматический прерыватель

разговорное выражение

гудок

сирена

[амер.] звонок

электротехника

зуммер

электромагнитный прерыватель

зуммер, пищик

жаргонизм

лётчик

идущий на бреющем полёте

профессионализм

связист

Смотрите также

buzz + -er

buzzer         
зуммер; устройство, издающее звуковой сигнал, свидетельствующий о завершении подготовки или о внезапной остановке (напр. печатной машины)
buzzer         
buzzer noun 1) гудок; сирена 2) coll. звонок 3) electr. зуммер, пищик; автоматический прерыватель 4) mil.; jargon связист

Ορισμός

Buzzer
·noun One who, or that which, buzzes; a whisperer; a talebearer.

Βικιπαίδεια

Buzzer

A buzzer or beeper is an audio signaling device, which may be mechanical, electromechanical, or piezoelectric (piezo for short). Typical uses of buzzers and beepers include alarm devices, timers, train and confirmation of user input such as a mouse click or keystroke.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για buzzer
1. Except the unsmiling officer wasn‘t pushing the buzzer.
2. We rang the buzzer, and electric gates swung open.
3. Nobody can get in without a buzzer, and the only person holding another buzzer to open the door is the security guard outside the office..." she said.
4. Gasol‘s last–ditch jump shot rattled out at the buzzer.
5. But fearing he would return, she decided to press a buzzer and call a nurse.
Μετάφραση του &#39buzzer&#39 σε Ρωσικά